πλύτρισσα

πλύτρισσα
η, Ν
πλύντρια, πλύστρα («κόρη μην είσαι πλύτρισσα, μην είσαι κοπανίστρα», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλύτρα + κατάλ. -ισσα (πρβλ. μαγείρ-ισσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”